- ἕψησε
- ἕψωAcut. (Sp.)aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἑψάωaor ind act 3rd sg (attic ionic)ἑψέωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔψησε — ψάω rub aor ind act 3rd sg ψέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
Αλφειός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 39 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, τόσο σε μήκος (112 χλμ.) όσο και σε όγκο νερού, με λεκάνη απορροής 3.600 τ. χλμ. Πηγάζει από τους… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… … Dictionary of Greek
θράκα — η σωρός από αναμμένα κάρβουνα: Έψησε τα κάστανα στη θράκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμαρίνα — η (λ. βενετ.) 1. λεπτό σιδερένιο έλασμα: Τα σπίτια στο χωριό μου έχουν σκεπές με λαμαρίνες. 2. μεγάλο τετράγωνο ή ορθογώνιο ταψί: Έψησε τα μπισκότα στη λαμαρίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάρα — η είδος μαγειρικού σκεύους, σχάρα: Έψησε τις μπριζόλες στη σκάρα κι έγιναν πολύ νόστιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)